- ἀρρωστεῖν
- ἀρρωστέωto be unwellpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
несъдравыи — (8*) пр. Нездоровый: въ тьмьници бывъ... имь же и сырище ѥмѹ бѣ несъдраво и немощьно. ЖФСт XII, 133; тихъ и тѣломь нездравъ. и кротокъ. ПрЛ XIII, 113а; ˫ако же и сырище нездраво блюеть ˫адъ смердѧщь. тако же и ѹста гнѣвливаго кидають словеса зла … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… … Dictionary of Greek